- σεβαστικός
- -ή, όν, Α [σεβαστός]αυτός που συμπεριφέρεται με σεβασμό, ο ευλαβής.επίρρ...σεβαστικῶς Α1. με σεβασμό, με ευλάβεια2. φρ. «σεβαστικῶς ἔχω [ή διάκειμαι]) πρός τινα» — αισθάνομαι σεβασμό για κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σεβαστικόν — Σεβαστικός reverent masc acc sg Σεβαστικός reverent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβαστικοί — Σεβαστικός reverent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβαστικῶς — Σεβαστικός reverent adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέντρεπτος — εὐέντρεπτος, ον (Α) ο ντροπαλός, σεβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εν τρεπτος (< εν τρέπομαι)] … Dictionary of Greek
εύσεπτος — εὔσεπτος, ον (Α) σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»] … Dictionary of Greek
ՕԳՈՍՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 1020 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c ա. գ. augustalis, imperialis σεβαστικός . Սեպհական աւգոստոսաց. կայսերական. եւ Օգոստափառ կայսերք. *Ընկալեալ զհրամանս օգոստոսական. Ղեւոնդ.: *Հրաժարեալ ʼի ծիրանափառ օգոստոսականացն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)